κοπετόκτυπος

κοπετόκτυπος
κοπετόκτῠπος, ον,
A causing the noise of lamentation to be heard, epith. of Hecate, PMag.Par.1.2867 (nisi leg.καπετό-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοπετόκτυπος — κοπετόκτυπος, ον (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτή που προκαλεί θρήνο συνοδευόμενο από χτυπήματα τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπετός + κτύπος] …   Dictionary of Greek

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”